Πείνα: Τι συμβαίνει και πεινάμε συνέχεια;
Η διατροφολόγος-διαιτολόγος Σοφία Κόρμη, γράφει και εξηγεί τις αιτίες που μας προκαλούν συχνή και επιτακτική πείνα.
Το αίσθημα της πείνας είναι ο λόγος που μας ωθεί στην κατανάλωση τροφής, συμβαίνει φυσιολογικά και έχει στόχο την επιβίωσή μας. Καθορίζεται από πολλούς παράγοντες (βιολογικούς και ψυχολογικούς). Παρακάτω θα αναπτυχθούν οι παράγοντες που επηρεάζουν τη βιολογική πείνα.
Η βιολογική πείνα είναι συνέπεια ορμονικών διαταραχών που σχετίζονται με διατροφικούς και ιατρικούς παράγοντες, καθώς και με τον τρόπο ζωής μας. Παρακάτω παρατίθενται οι κύριοι λόγοι που δημιουργούν το αίσθημα αυτό.
Μη επαρκής πρόσληψη τροφής:
Ο κάθε άνθρωπος έχει συγκεκριμένες ενεργειακές ανάγκες που σχετίζονται με την φυσική του δραστηριότητα, το φύλο, την ηλικία και την κατάσταση της υγείας του. Συνεπώς, υπάρχει πιθανότητα η έντονη πείνα να οφείλεται σε μειωμένη πρόσληψη τροφής.
Το ασταθές πρόγραμμα γευμάτων:
Τα αποθέματα γλυκόζης στον εγκέφαλο εξαντλώνται πλήρως κάθε 4 ώρες. Με τη θέσπιση μικρών γευμάτων κάθε περίπου 3 ώρες τροφοδοτείται ο εγκέφαλος με τα απαραίτητα καύσιμα. Με αυτόν τον τρόπο αποτρέπεται η υπερκατανάλωση τροφής (τσιμπολόγημα) διότι προκαλείται κορεσμός με αποτέλεσμα να καταφέρνουμε να ελέγξουμε έναν βασικό παράγοντα που ενισχύει το αίσθημα της πείνας.
Οι λάθος συνδυασμοί τροφίμων:
Για να δημιουργήσουμε ένα ισορροπημένο γεύμα, εκτός από την κατανάλωση ποιοτικών τροφίμων, είναι σημαντικό να κάνουμε και σωστούς συνδυασμούς και τα κύρια γεύματά μας να αποτελούνται από μία τριάδα τροφίμων (πρωτεΐνη, υδατάνθρακας, φρούτα ή λαχανικά) έτσι ώστε, να μας κρατήσουν χορτάτους για ώρα και να μας βοηθήσουν να λάβουμε όλα τα θρεπτικά στοιχεία που χρειαζόμαστε.
Η συχνή κατανάλωση απλών υδατάνθράκων:
Με την αυξημένη κατανάλωση απλών υδατανθράκων (π.χ. το λευκό ψωμί, τα λευκά ζυμαρικά και τα γλυκά), εισέρχεται στον οργανισμό μας το σάκχαρο γλυκόζη. Λόγω της έλλειψης τους σε φυτικές ίνες, οι επεξεργασμένοι υδατάνθρακες ανεβάζουν πολύ απότομα τη γλυκόζη στο αίμα, και ως επακόλουθο προκαλείται η απότομη πτώση της. Αυτές οι αυξομοιώσεις έχουν ως συνέπεια την αύξηση της πείνας.
Διατροφή χαμηλή σε λίπος και πρωτεΐνη:
Το λίπος και η πρωτεΐνη έχουν αργή πέψη και ως εκ τούτου, τα τρόφιμα που είναι πλούσια στα συγκεκριμένα θρεπτικά στοιχεία προκαλούν το αίσθημα πληρότητας. Επιπλέον, οι πρωτεΐνες έχουν την ιδιότητα να μειώνουν την ορμόνη της όρεξης, τη γκρελίνη. Κατά συνέπεια, με την μειωμένη κατανάλωσή τους δεν δημιουργείται κορεσμός.
Η ανεπαρκής ενυδάτωση:
Τα κέντρα της όρεξης και της δίψας του εγκεφάλου βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο. Γι’ αυτό όταν διψάμε ο εγκέφαλος μπορεί να μπερδευτεί και να νιώθουμε ότι πεινάμε. Την επόμενη φορά που θα πεινάσετε δοκιμάστε να πιείτε ένα ποτήρι νερό. Επιπλέον, η λήψη αλκοόλ αφυδατώνει τον οργανισμό μας και μπορεί να προξενήσει το ίδιο αποτέλεσμα.
Το αυξημένο στρες:
Σε καταστάσεις αυξημένου ή συνεχούς στρες γίνεται υπερπαραγωγή της κορτιζόλης, μία ορμόνη που φυσιολογικά συνεισφέρει στη ρύθμιση της γλυκόζης στο αίμα, ενώ σε αυξημένα επίπεδα δημιουργεί ανισορροπία του σακχάρου του αίματος και αυξάνει την επιθυμία μας για κατανάλωση τροφής.
Ο ανεπαρκής ύπνος:
O ύπνος είναι ένας παράγοντας που επηρεάζει σημαντικά την πείνα, διότι βοηθά στη ρύθμιση 2 ορμονών. Της λεπτίνης, που εντείνει τον κορεσμό και της γκρελίνης που ενεργοποιεί την πείνα.
Η βιαστική κατανάλωση τροφής:
Για να δημιουργηθεί κορεσμός κατά τη διάρκεια της κατανάλωσης φαγητού, βασική προϋπόθεση είναι το καλό μάσημα της τροφής. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί αν την ώρα του φαγητού απασχολούμαστε και με άλλες δραστηριότητες, οπότε η πείνα δεν ικανοποιείται πραγματικά.
Παθολογικές καταστάσεις:
Μερικές από τις ασθένειες που σχετίζονται με την αύξηση της πείνας είναι ο διαβήτης, ο υπερθυρεοειδισμός και το προεμμηνορυσιακό σύνδρομο. Είναι σημαντικό να κάνουμε συχνές εξετάσεις και να έχουμε συστηματική παρακολούθηση από κάποιον γιατρό για να αποκλείσουμε αυτό το ενδεχόμενο.