Η ρετσινιά των singles – της Μίνας Κωστοπούλου – Δημοσιογράφος.
Η άβολη στιγμή που ήρθα αντιμέτωπη με την ερώτηση “άντε, πότε θα παντρευτείς κι εσύ;” έφτασε. Και δεν ήταν τυχαίο το timing. Όχι, δεν είναι -μονάχα- που πλησιάζω τα 29 και νιώθω την δήθεν “κρίση των 30” να μου επιβάλλεται -ενώ η ίδια κρίνω αυτή την “κρίση” ως μια κοινωνική κατασκευή!
Η ερώτηση με “πρόλαβε” σε μια πρωτόγνωρη στιγμή για την γενιά μου σε όλο τον πλανήτη.
Στην πανδημία, στον παγκόσμιο εγκλεισμό, εν μέσω μιας μεγάλης ύφεσης στις ισχυρότερες οικονομίες, εν μέσω μιας συνολικής κοινωνικής και πολιτισμικής κρίσης.
Τελευταία παρατηρώ γυναίκες και άντρες στον περίγυρό μου να επισφραγίζουν τις σχέσεις που έχουν ήδη ή να ψάχνουν τρόπους να συμβιβαστούν με την έλλειψη μιας σχέσης στη ζωή τους -μια έλλειψη ιδιαίτερα αφόρητη όταν δεν μπορείς να βγεις, να βρεθείς, να σχετιστείς, να φλερτάρεις. Δεν το παρατηρούσα πριν δέκα χρόνια, όταν έμπαινα στον κόσμο των ενηλίκων.
Οι πρώτοι ίσως πρώιμα φοβούνται να χάσουν τη σιγουριά του “μαζί” και οι δεύτεροι αγωνιούν να βρουν ένα “μαζί” -έστω και ψηφιακά για αρχή, και έπειτα μέσα από κρυφά ραντεβού. Κρυφά από την πανδημία και την επιτήρηση. Ραντεβού που δεν ξεκινούν πια με το “αν θα της/του αρέσω”, αλλά με το “αχ, δεν πειράζει θα βάλω μάσκα και βγω” και ένα “πρέπει να βρω τρόπο να γνωρίσω κάποιον”.
Η άβολη στιγμή της ερώτησης περί γάμου και οικογένειας ήταν άβολη για εμένα γιατί ανήκω στην κατηγορία των δεύτερων.
Έχω συμπεράνει -για την ώρα- πως έχω όρεξη πολλή να αφιερώσω χρόνο σε ‘μένα. Τόση πολλή που καθιστά αδύνατο το να αναλάβω ένα παιδί. Ούτε γατί οριακά. Απολαμβάνω την ανεξάρτητη ζωή μου, τις ώρες μου το πρόγραμμά μου. Και πάνω στην απόλαυση, ταυτόχρονα, θέλω να είμαι και “μαζί”. Δεν είμαι όμως, δεν είμαι ζευγάρι με κανέναν, είμαι single κοντά στα 30, τελειώνοντας μια ακόμη σχέση “ανάγκης” μετά την πρώτη καραντίνα. Το μόνο που έχω τώρα είναι μια υπερβολική αμηχανία μπροστά στο προσωπικό μου μέλλον. Και την -κακά τα ψέμματα- ρετσινιά του singleness να με κυνηγάει. Αυτή είναι η αλήθεια μου.
Το παραδέχομαι. Βρίσκομαι στην προνομιούχα θέση να μπορώ να συζητάω τέτοιες ανησυχίες με ειδικούς και μη. Πραγματικά θεωρώ πως είναι προνόμιο, όταν άνθρωποι που γνωρίζω αναμετρώνται με ερωτήματα επιβίωσης.
Αυτό δε σημαίνει, όμως, πως η ζωή προχωρά χωρίς να θέτει ζητήματα για τη θέση της γυναίκας, για την ταυτότητα, για την πορεία της την ίδια. Ούτε επιτρέπει σε συγγενείς και φίλους μιας προηγούμενης γενιάς να λένε το γνωστό… “εγώ στην ηλικία σου είχα ήδη δύο παιδιά, ένα σκύλο, σπίτι εξοχικό”. Και ένα συναισθηματικό κόσμο κουβάρι. Αυτό δεν το λένε.
Και μετά… χωρισμοί, διαζύγια, παιδιά και εγγόνια με απωθημένα.
Μια παράξενη Δευτέρα εξέφρασα τις ανησυχίες μου στο γραφείο, σε μια από αυτές τις συζητήσεις στο διάλειμμα. Δεν ρώτησα το κλισέ “πότε θα γίνω μάνα;” αλλά είπα: “Αφού έχω το πακέτο και δεν μου χαρίστηκε, το έχτισα η άτιμη, γιατί να είμαι μόνη, μόνη εγώ, και η τάδε, ο δείνα, να είναι μαζί;”. Το ίδιο ερώτημα το έχω θέσει περισσότερες φορές από όσες μπορώ να θυμηθώ -εξίσου σε ειδικούς και μη. Με πήρε το παράπονο.
Το παράπονο μήπως δήθεν δεν αξίζω και γι’ αυτό είμαι μόνη.
Τί κάνω λάθος και δεν έχω σύντροφο, εγώ, που προσπαθώ τόσο πολύ να είμαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου (sic). Και όλα αυτά ενώ μου αρέσει η ζωή που κάνω (και που δεν φτιάχνω πρωινό για ένα, για δύο, για τρία, για τέσσερα πουλιά, ούτε πλένω τα εσώρουχα των άλλων όπως με μεγάλη επιτυχία έχω κάνει από τα 18). Παράνοια, σκέφτηκα. Κι όμως δεν είναι παράνοια…
Θα τολμήσω να πω πως αυτός ο διχασμός είναι ίσως ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα με τα οποία καλείται να αναμετρηθεί μια σύγχρονη φεμινιστική κριτική. Δεν είναι μόνο η αυτοδιάθεση του σώματος, της σεξουαλικότητας, των έμφυλων δικαιωμάτων στο προσκήνιο. Στο προσκήνιο μπαίνει ολοένα πιο εμφατικά και το θέμα του status. “Είστε έγγαμη; Διαζευγμένη; Μήπως έχετε σχέση; Φτάνεις τα 30, οικογένεια στο πρόγραμμα;”.
«Χήρα ή γεροντοκόρη;»
Εκείνη την ημέρα στο γραφείο η Ε. με ρώτησε: “Χήρα ή γεροντοκόρη; Τι προτιμάς;”. Αμέσως σκέφτηκα: “Χήρα”. Γελάσαμε και συμφωνήσαμε. Κάλιο να χάσεις σύντροφο από συνθήκες που δεν ελέγχεις, παρά να μη είσαι επιλογή κανενός. Έτσι μας έχουν μάθει…
Η Ε. ξεκίνησε να μου μιλάει για το πώς μας επιβάλλεται να είμαστε σε ένα “μαζί”, μας επιβάλλεται κοινωνικά, μου θύμισε ότι ο λόγος που το θέλω κι εγώ η ίδια είναι για να νιώσω ότι επιβεβαιώνεται η “αξία” μου μέσα από τον άλλο. Πρόκειται για συμπεράσματα που έχω δουλέψει, αλλά τα ξεχνάω πάνω στο παράπονο. Βλέπεις, η κοινωνική πίεση είναι πιο δυνατή από την ψυχανάλυση, την ψυχοθεραπεία και τις ψύχραιμες ουσιαστικές συζητήσεις.
Το ίδιο απόγευμα η Ε. μου έστειλε να διαβάσω ένα πολύ σύγχρονο κείμενο περί… γεροντοκορισμού. «Why are increasing numbers of women choosing to be single?»
Στις πρώτες παραγράφους είχα δει ήδη το μέλλον μου. Η μικρότερη αδερφή μου σε λίγο θα συγκατοικήσει, και ξέρουμε πολύ καλά ότι τελικά αυτή είναι η “μεγάλη αδερφή”, οι φίλες μου συζούν ήδη, πολλοί γύρω μου κάνουν και παιδιά, ο πιο κουλ μπαμπάς του κόσμου με ρωτάει “εσύ πότε;” και ‘γω, που καταβάθος δεν θέλω παιδί -ακόμη τουλάχιστον- Ζ-Η-Λ-Ε-Υ-Ω. Και Α-Ν-Η-Σ-Υ-Χ-Ω.
Ανησυχώ μην μείνω μόνη μου. Θυμάμαι πρόσφατα να απαντάω σε οικογενειακό τραπέζι πως για εμένα οικογένεια είναι η συντροφικότητα. Μάλιστα, τη σκέψη αυτή την είχα τεκμηριώσει κιόλας! “Με την ή τον σύντροφο είσαι οικογένεια, αυτήν ή αυτόν επιλέγεις, με αυτή/-όν είσαι ζευγάρι. Όχι με το παιδί, που μπορεί να προκύψει και από επιθυμία, αλλά και από άλλου είδους ανάγκες”.
Το κείμενο της Emma John στη Guardian έτρεχε μπροστά στα μάτια μου.
“Μέχρι και η Μπρίτζετ Τζόουνς τα κατάφερε!”.
Ναι, μέχρι και εκείνη.
Στο σινεμά.
Σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα που το να είσαι μόνη το λέμε ρετσινιά.
Και πολλές φορές το λες η ίδια ή ο ίδιος στον εαυτό σου και λυπάσαι. Και μπορεί να λυπάσαι ενώ περνάς καλά με τις επιλογές σου στη ζωή. Εγώ μου το λέω. Και το παραδέχομαι.
Το άρθρο της John εστίαζε στο γιατί ολοένα περισσότερες γυναίκες επιλέγουν να είναι μόνες, παραθέτοντας έρευνες και αναλύσεις επί του θέματος, σημαντικά στατιστικά και γεγονότα. Έλεγε, μάλιστα, πόσο πρόσφατα εγκαταλείφθηκε ο όρος “γεροντοκόρη” σε ομοσπονδιακά νομοθετήματα στις ΗΠΑ.
Εκεί διάβασα πώς οι δυτικές κοινωνίες προσπαθούσαν ανά τους αιώνες να διαχειριστούν τις γυναίκες που ήταν μόνες -από το να τους παρέχουν οικονομικά, εμπορικά ή άλλα νομικά προνόμια, μέχρι το να τις θεωρήσουν μάγισσες, υστερικές και -στην καλύτερη- κακομοίρες. Η John ανακαλεί, μάλιστα, μια συνθήκη που προέκυψε μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους και την αποικιοκρατία: ένα “πλεόνασμα” γυναικών που επιχειρήθηκε από το να φορολογούνται επιπλέον, μέχρι το να υποχρεώνονται σε μετανάστευση!
Singleness χωρίς ντροπή
Χωρίς να διαβάσω το άρθρο αυτό, χωρίς τις ατελείωτες ώρες ανάλυσης με την Ε., χωρίς τις αμέτρητες ώρες ψυχοθεραπείας από την προνομιούχα θέση στην οποία βρίσκομαι, δεν θα μπορούσα καν να διανοηθώ να αμφισβητήσω το bullying που μου κάνω όταν είμαι single. Και που δέχομαι. Και εγώ και όλες ή όλοι όσοι είμαστε signles -ιδίως γύρω τριγύρω στα “-άντα”. Ίσως να μην μπορούσα να σκεφτώ πως δεν θέλω παιδί, και ίσως να συμβιβαζόμουν σε μια σχέση απλώς για να είμαι “μαζί”. Αλλά δεν μπορώ να συμβιβαστώ.
Δεν το παίζω ηρωίδα, αμαζόνα, ελεύθερο πουλί. Θέλω καταβάθος να πιστεύω ότι θα καταλήξω σαν τη Μπρίτζετ Τζόουνς. Ότι θα έχω σύντροφο. Ασφάλεια. Αλλά μέχρι τότε, θέλω να μου επιτρέπω να μην κάνω συμβιβασμούς με μια ζωή που δεν θέλω και να είμαι ΟΚ με τη σκέψη αυτή. Θέλω να θαυμάζω τις γυναίκες και τους άντρες που επιλέγουν να είναι μόνες και μόνοι -τώρα ή και για πάντα. Και να μην τους “συμπονώ” μέσα μου.
Γι’ αυτό ξαναλέω πως ο φεμινισμός του 21ου αιώνα καλείται να διαχειριστεί και το ζήτημα του singleness. Πολύ σωστά αναμετρηθήκαμε -και έχουμε δρόμο- με τα ζητήματα των έμφυλων διακρίσεων στην οικονομία, στην εργασία, στα θεσμικά και νομικά δικαιώματα. Πολύ σωστά εξετάζουμε ζητήματα ταυτότητας φύλλου και αμφισβητούμε τα παραδοσιακά δίπολα. Αλλά οφείλουμε στη γενιά μας κυρίως να παλέψουμε και ενάντια στην κοινωνική πίεση της σχέσης.