Όταν ξανασυστηθήκαμε… – γράφει η Μίνα Κωστοπούλου – Δημοσιογράφος
Σύνολο δέκα. Τόσα είναι τα χρόνια που έκανα ψυχοθεραπεία και την ψυχανάλυσή μου για να ερμηνεύσω τη σχέση μου με τους γονείς μου. Κι ακόμη συνεχίζω. Κι αν η σχέση μου με τον πατέρα μου, μια σχέση πάνω απ’ όλα φιλική, μια σχέση αλληλεγγύης και αγάπης, αλλά και ανταγωνισμού, ήθελε ερμηνεία μια φορά, η σχέση μου με τη μητέρα ήταν πολλές φορές πιο δύσκολη υπόθεση.
Εκατέρωθεν οι σχέσεις δεν ήταν τυπικές. Ο πατέρας μου δεν εκπλήρωνε την στερεοτυπική πατρική λειτουργία, δεν ήταν ο Νόμος για ‘μένα. Μεγάλη τύχη αυτό, αλλά με πολλές δυσκολίες. Και η μητέρα μου δεν ήταν καν μια αυταρχική μητέρα -πόσο μάλλον τρυφερή. Και στη δική της περίπτωση δεν ήταν η μητέρα που φανταζόμουν, ούτε οι μαμάδες που έβλεπα γύρω μου.
Για χρόνια δεν μπορούσα να την αποκαλέσω μαμά, μητέρα ή μάνα. Ήταν η Σ. Η Σ. που μου είχε προκαλέσει πολλές πίκρες από τα παιδικά μου χρόνια. Μέχρι να καταλάβω ότι είχε περάσει και εκείνη πολλά για να γίνει αυτό που Ήταν χρειάστηκαν χιλιάδες ώρες ανάλυσης. Εκείνο που δεν μπορούσα να δικαιολογήσω ήταν κυρίως η δική της ευθύνη, η αδυναμία της να ζητήσει βοήθεια για τα δικά της περασμένα, πριν τα “φορτώσει” σε ‘μένα και την αδερφή μου. Μέχρι να το κάνει, εμείς είχαμε αφήσει πίσω μας για τα καλά την εφηβεία και τη φοιτητική ζωή. Ετοιμαζόμασταν για τις δικές μας οικογένειες.
Αυτό που δεν περίμενα ήταν ότι μια τυχαία στιγμή, μια συνάντηση που ήθελε πολύ θάρρος ήταν η αφορμή για μια εκ νέου γνωριμία μεταξύ μας. Και μάλιστα, όσο συνέχιζα να πιστεύω πως το παιχνίδι ήταν χαμένο. Είχα εξάλλου, συνηθίσει να μην μου λείπει και να μην την έχω ανάγκη. Είχα μάθει να καταλαβαίνω ότι δεν με γνωρίζει καν, και χρόνια πριν είχα παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια να της συστηθώ.
Στο μεταξύ…
“Θα ήταν ψέμα να πω ότι η δυστυχία της μητέρας μου δεν μου προσέφερε ποτέ ικανοποίηση. Όταν ήμουν μικρή, υπέφερα στα χέρια της και ο όποιος πόνος αναγκαζόταν αργότερα να υπομείνει μου φαινόταν κάπως σαν επανόρθωση -το σύμπαν ξανάβρισκε την ισορροπία του, ευθυγραμμιζόταν η λογική τάξη του αιτίου και του αποτελέσματος.
Τώρα όμως δεν γίνεται να ισοφαρίσω. (…) Όποιος και να με παρακολουθεί, αγγίζει το χέρι μου και ψιθυρίζει: Φτάνει πια. Δεν θυμάται η καημένη.
Η συμπόνοια που προκαλεί στους άλλους κάνει την πικρία να φουντώνει μέσα μου”.
(Avni Doshi, Καμένη Ζάχαρη, εκδ. Κλειδάριθμος, 2021)
Ακριβώς έτσι ένιωθα για πολλά πολλά χρόνια. Η Σ. δεν είχε άνοια σαν τη μητέρα στη “Καμένη Ζάχαρη”, είχε όμως άρνηση. Άρνηση να θυμηθεί τί είχε κάνει για χρόνια. Και ο θυμός μου πολλαπλασιαζόταν. Δεν μπορούσα να ηρεμήσω ούτε να ξεχάσω -πόσο μάλλον να συγχωρήσω. Η άρνησή της μου φαινόταν χειρότερη κι από άνοια. Ήμουν σίγουρη ότι έφταιγε που ξεχνούσε τί έκανε. Ότι το έκανε επίτηδες. Και δεν έδινα κανένα δικαίωμα στο δικό της ασυνείδητο να απωθήσει οτιδήποτε.
Τελικά, μετά από χρόνια αποφάσισε να κάνει ψυχοθεραπεία. Με έναν τρόπο που με έβρισκε απολύτως αντίθετη και ακόμη πιο απογοητευμένη. Το έκανε όμως. Και συνέχιζα να το κάνω και ‘γω. Πέρασαν χρόνια που δεν την είδα και δεν της μίλησα. Κι όταν προσπαθούσε να επικοινωνήσει ένιωθα ότι προσπαθεί να με παραβιάσει.
Μια μέρα, τελείως αυθόρμητα της έδωσα την ευκαιρία να με συναντήσει παρ’ όλα αυτά. Είχα μάλιστα σταματήσει για καιρό να την αναφέρω στη θεραπεία μου. Θεωρούσα το θέμα λήξαν. Αυτή η τελείως αστάθμητη συνάντηση δεν μπορώ να πω ότι άλλαξε τα πάντα. Γιατί κι εγώ αρνούμαι να ξεχάσω. Αυτό που συνέβη όμως είναι ότι μου συστήθηκε μια άλλη Σ. Ήταν ειλικρινά μια άλλη. Τουλάχιστον με έπεισε.
Μου φάνηκε πολύ αστείο που τόσα χρόνια δεν είχα καταφέρει καν να ανεχθώ το βλέμμα της και μια τυχαία στιγμή ένιωσα πως μου είχε λείψει. “Φτάνω τα 30 και μου λείπει η μαμά μου”, είπα. Και μου πήρε επίσης κάμποσο καιρό να μην έχω ενοχές γι’ αυτό.
Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί η σχέση μας. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρόκειται για τη σχέση δύο διαφορετικών γυναικών που προσπαθούν να συστηθούν εκ νέου…