Αποδοχή: H σημασία της στη θεραπευτική σχέση – γράφει η Εβελύν Πατσιούρα – Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια.
Η άνευ όρων αποδοχή που βιώνεται εκ μέρους του θεραπευτή κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας αποτελεί μία εκ των έξι θεραπευτικών συνθηκών, που σύμφωνα με το Rogers, προοιωνίζουν τη θεραπευτική αλλαγή.
Η αποδοχή χρειάζεται να αποτελεί μία ειλικρινή και ανεπιτήδευτη στάση εκ μέρους του, ως προς το σύνολο του εαυτού του πελάτη. Μία στάση ζωής στην οποία ο θεραπευτής σέβεται τη διαφορετικότητα χωρίς να νιώθει ότι απειλείται από αυτή. Εάν δεν εξασφαλιστεί αυτή η βασική συνθήκη, τότε ο πελάτης θα οχυρωθεί και θα επιστρατεύσει μηχανισμούς άμυνας προκειμένου να προστατευτεί από την αντιλαμβανόμενη απειλή. Κατά συνέπεια, η διαδικασία μπλοκάρει ή και διακόπτεται.
Σημασία δεν έχουν μόνο τα πτυχία, οι μετεκπαιδεύσεις, οι πιστοποιήσεις και η συνεχιζόμενη επένδυση στη μόρφωση. Αυτά είναι προαπαιτούμενα για να διεκδικήσει κανείς και να κατακτήσει τον τίτλο του θεραπευτή. Από μόνα του όμως δεν είναι ικανά για να αναδείξουν κάποιον σε καλό επαγγελματία. Υποτίθεται πως αυτό το επάγγελμα/λειτούργημα έχει επιλέξει να το ασκήσει κανείς. Πως κάποια βαθύτερη ανάγκη τον οδήγησε στην επιλογή αυτού του δρόμου και όχι η απλή αυταρέσκεια ή η φιλοδοξία για αναγνώριση και εξουσία. Ναι, ίσως αυτή η θέση να εμπεριέχει μίας μορφής “εξουσία”.
Ο θεραπευτής είναι ένας άνθρωπος που ξέρει σχεδόν τα πάντα για τη ζωή του θεραπευόμενου, αλλά δεν ισχύει το αντίθετο εκτός από όσα έχει επιλέξει ο ίδιος να αποκαλύψει, συνήθως για λόγους που εξυπηρετούν τη διαδικασία προσωπικής ανάπτυξης του πελάτη. Αυτό εξ’ ορισμού είναι μη ισότιμο.
Το πως θα επιλέξει κανείς να σταθεί σε αυτό το είδος “εξουσίας” είναι μία μεγάλη και απαράμιλλη ευθύνη.
Πάνω απ’ όλα όμως πρέπει να βρίσκεται η αγάπη του για τον άνθρωπο και κυρίως για τη δυσλειτουργική του πλευρά. Η αποδοχή δεν αφορά τα σημεία επαφής ή τις ευχάριστες πλευρές της προσωπικότητας του πελάτη, αλλά το σύνολο των βιωμάτων και κυρίως τις ευάλωτες πτυχές του (Μπρούζος, 2004). Ο θεραπευτής οφείλει να μπορεί να αφουγκράζεται, να καθρεφτίζει και να εμπεριέχει τα πιο τρομακτικά και ανομολόγητα συναισθήματα, χωρίς να φοβηθεί και χωρίς να χάσει τον εαυτό του σε αυτή τη διαδρομή. Και τότε αυτή η στάση λειτουργεί επανορθωτικά στη ζωή και στο μυαλό του θεραπευόμενου καθώς έρχεται στην ευχάριστη θέση να συνειδητοποιήσει πως τίποτα δεν είναι τελικά τόσο τρομακτικό, όσο αρχικά πίστευε ώστε να κλονίσει την άποψη που έχει γι’ αυτόν ο θεραπευτής του. Σταδιακά, αρχίζει και ο ίδιος να αποδέχεται τον εαυτό του και τότε λαμβάνει χώρα το παράδοξο της αλλαγής όπως πολύ ορθά είχε επισημάνει ο Rogers (1973):
“Όταν αποδεχθώ τον εαυτό μου γι’ αυτό που είμαι, τότε ακριβώς μπορώ να αλλάξω”.
Αυτό προϋποθέτει εκ μέρους του θεραπευτή, να έχει καλλιεργήσει την ενσυναισθητική του κατανόηση και να βρίσκεται σε συμφωνία με τον εαυτό του. Να συμμετέχει δηλαδή στη θεραπευτική διαδικασία με τον εαυτό του και όχι κουβαλώντας ένα προσωπείο, μία άλλη ταυτότητα. Ο θεραπευτής δεν μπορεί να είναι αυθεντία, διάνοια ούτε να συμπεριφέρεται λες και εμπερικλείει όλη τη σοφία του κόσμου. Χρειάζεται να καλλιεργήσει και να θεραπεύσει τον εαυτό του από τα δικά του δεινά και όχι απλώς να υπηρετεί το ρόλο του. Πρέπει να διαχωρίσει τον εαυτό του από το ρόλο του εάν θέλει να είναι αρωγός και όχι δυνάστης. Ο στυγνός επαγγελματίας πίσω από το γραφείο του ταιριάζει σε ένα μη ανθρωποκεντρικό περιβάλλον.
Γιατί τα λέω όλα αυτά;
Ξέρουμε όλοι τι σημαίνει αποδοχή. Μπορούμε να τη νιώσουμε και να την αντιληφθούμε μέσω της λεκτικής και της εξωλεκτικής επικοινωνίας. Τι σημαίνει όμως η έλλειψή της; Τι μορφή έχει σε μία τέτοια σχέση;
Ύφος χιλίων καρδιναλίων, επίκριση, ειρωνία…
Αντλώντας από προσωπική εμπειρία μπορώ να πω ότι χρειάζεται να εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου και να μην κάνεις εκπτώσεις. Ίσως η πρώτη και πιο σοβαρή ένδειξη ότι δεν σε αποδέχεται ο θεραπευτής είναι να μη νιώθεις ασφαλής να εξωτερικεύσεις τα συναισθήματα και τις σκέψεις σου φοβούμενος ότι μπορεί να σε κρίνει. Η ασφάλεια δεν αναφέρεται μόνο στον κώδικα δεοντολογίας και στη διατήρηση του απόρριτου αλλά στο κατά πόσο νιώθεις ελεύθερος να είσαι ειλικρινά και ανεμπόδιστα ο εαυτός σου στη θεραπευτική διαδικασία. Για τους περισσότερους ανθρώπους η σχέση τους με το θεραπευτή είναι μία πολύ σημαντική σχέση. Μία υπερσχέση. Ο φορέας της αλλαγής, γιατί μέσω αυτής ο θεραπευόμενος μαθαίνει να εκφράζεται (ίσως και για πρώτη φορά), να δοκιμάζει καινούργιες συμπεριφορές, να βιώνει τον εαυτό του με καινούργιους τρόπους και εν τέλει να μεταφέρει αυτή την αλλαγή και στις σχέσεις του με τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Αν η εξέλιξη της θεραπεία δεν ακολουθήσει την αναμενόμενη ροή αυτό δε σημαίνει πως ευθύνεσαι εσύ.
Δεν είσαι βλάκας, ούτε άχρηστος, ούτε κακός.
Κανένα συναίσθημα δεν είναι απαγορευτικό.
Κανείς δεν μπορεί να σου υποδείξει πως θα νιώσεις και για πόσο καιρό.
Η θεραπεία εξελίσσεται με το δικό σου ρυθμό.
Κανείς δεν μπορεί να κρίνει το ρυθμό με τον οποίο σημειώνεις πρόοδο, την αντίστασή σου, την ετοιμότητά σου, τα οπισθογυρίσματά σου ή τις ανάγκες σου. Τα συναισθήματά σου είναι έγκυρα και είναι δικά σου. Οι σκέψεις σου μπορεί να είναι οργανωμένες ή χαοτικές ή παράξενες. Μπορείς να μιλάς ή να μη βγάζεις λέξη. Μπορείς να αλλάξεις ή και όχι αν δε θες. Η απόφασή σου είναι δική σου και δεν χωράει κανένα “πρέπει” σε αυτή την επιλογή. Η θεραπευτική σχέση που εδραιώνεται με την αποδοχή είναι το όχημα που θα σε οδηγήσει στην αλλαγή.