Η Στατικότητα της Τελειότητας – γράφει η Άννα Βαμβακερού – Ψυχολόγος.
«Δεν νιώθω ικανοποίηση με το αποτέλεσμα που πέτυχα», «Όσο καλό και αν είναι δεν είναι και τέλειο», «Το ξέρω ότι λες πως σου αρέσει για να μην με στεναχωρήσεις, σε ευχαριστώ αλλά δεν είναι αρκετά καλό», «Πρέπει να φέρεσαι σωστά, δεν πρέπει ποτέ να αφήνεις τους άλλους να τα καταφέρουν καλύτερα από εσένα!»…
Τόσες και άλλες πόσες φράσεις μπορώ να σκεφτώ που μέσα τους προσπαθεί να αποτυπωθεί η ανάγκη μας, ο μάταιος αγώνας μας να αγγίξουμε, να φτάσουμε και να μην αφήσουμε την τελειότητα. Το απόλυτο. Το ένα και μοναδικό. Το άπταιστο. Το αλάνθαστο. Το αψεγάδιαστο.
Αναρωτιέμαι ωστόσο, αν προσδιορίσουμε την τελειότητα ως γενόμενη, ως δηλαδή μία επιθυμητή ιδεατή κατάσταση η οποία έχει πλέον ολοκληρωθεί, έχει μετουσιωθεί από επιθυμία σε γεγονός, τι μένει τότε; Τι μένει αν αφαιρέσουμε τις λακκούβες από την ευθεία; Αν αφαιρέσουμε την ασχήμια από την ομορφιά; Αν αφαιρέσουμε το χιούμορ από την δυσκολία; Αν αφαιρέσουμε το χάος από την τάξη;
Ένα δεύτερο πιο γενικό ερώτημα, το οποίο κατά την γνώμη μου ενέχει μεγάλη σημασία και πηγάζει από τα επιμέρους προαναφερθέντα ερωτήματα είναι:
Πώς ξέρεις τι είναι κάτι εάν δεν έχεις μία αντίθετη πλευρά του για να το συσχετίσεις;
Σε αυτό το σημείο ας φέρω ένα παράδειγμα για να σου παρουσιάσω τον συλλογισμό μου. Αρκετοί θα έβρισκαν όμορφο ένα λιβάδι γεμάτο ανθισμένα δέντρα, περισσότεροι όμως θα παρατηρούσαν ένα ανθισμένο δέντρο το οποίο θα βρισκόταν σε ένα δύσβατο και βραχώδες βουνό. Στην πρώτη περίπτωση θα ερμηνεύαμε την ύπαρξη πολλών δέντρων μαζί ως ίσως μία αιτιώδη συγκυρία, για παράδειγμα ότι αποτελούν κτήμα ενός παραγωγού οπωροκηπευτικών. Στην δεύτερη περίπτωση κατά πάσα πιθανότητα θα εστιάζαμε στο ίδιο το δέντρο και την ικανότητα του για επιβίωση, ότι δηλαδή κατάφερε να αντέξει στις αντίξοες συνθήκες που οδήγησαν στην εξαφάνιση των άλλων δέντρων ή μπορεί να σκεφτόμασταν ότι κάποιος σπόρος μεταφέρθηκε εκεί και κατάφερε να αντέξει και να ανθίσει. Επομένως με έναν τρόπο θα βλέπαμε την μοναδικότητα του.
Μπορεί να απουσίαζε ένα λιβάδι με πολλά ανθισμένα δέντρα και στην θέση τους να υπήρχαν βράχια και δύσβατα μονοπάτια, αλλά ακριβώς αυτή η «ατέλεια», αυτή η πιο άγρια εικόνα της φύσης θα έκανε το ανθισμένο δέντρο ξεχωριστό και το τοπίο ολοκληρωμένο. Ολοκλήρωση που θα προέκυπτε από το πάντρεμα της ατέλειας και της μοναδικότητας, δημιουργώντας αρμονία και συνοχή.
Αν όμως εμείς μοχθώντας πετύχουμε να δημιουργήσουμε την τελειότητα δεν θα υπάρχουν πια περιθώρια για εξέλιξη, για αλλαγή… πόσο μάλλον για αμφισβήτηση. Γιατί πώς είναι δυνατόν να αμφισβητήσεις το τέλειο; Πως είναι δυνατόν να αναιρέσεις την προσπάθεια σου για να φτάσεις σε αυτό;
Δεν μπορείς! Σαν ασφυξία μοιάζει μάλλον η τελειότητα, παρά ως το ιδανικό.
Η απουσία όλων των ατελών πτυχών που απαγορεύονται να υπάρχουν, μικραίνει το πεδίο δράσης και γίνεται ένα σφιχτό κολάρο που δεν σου επιτρέπει να μετακινείς τον αυχένα και έτσι σαν τους αλυσοδεμένους του Πλάτωνα στην μεταφορά του Σπηλαίου, μπορείς να δεις μόνο σκιές. Έχεις πρόσβαση σε ένα μονάχα τμήμα του συνόλου. Έτσι η σκέψη, η συμπεριφορά και το συναίσθημα σου μπλοκάρουν και παγιδεύονται μέσα σε μία διάσταση. Γίνονται ένας πίνακας χωρίς ζωγραφιά, μονάχα με κάδρο το οποίο έχει τοιχοκολληθεί με υλικό που το κρατάει σε απόλυτη σταθερότητα και έχει λουστραριστεί έτσι ώστε να μην είναι εφικτή καμία τροποποίηση του.
Πόσο στατιστική φαντάζει τελικά η τελειότητα…
Ίσως ήρθε ο καιρός να σκεφτούμε την έννοια της τελειότητας ως μία πρόσκαιρη συνθήκη. Κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε μέρα και μήνα το προσωπικό μας ιδανικό αλλάζει. Ας βάλουμε λοιπόν στο προσκήνιο την προσωπική μας ματιά σε κάθε προσωρινή τελειότητα και στο παρασκήνιο την τελειότητα που επιτάσσεται από εξωτερικά πιστεύω. Γιατί και εκείνα τα πιστεύω με την σειρά τους εμφανίστηκαν ως τέλεια μόνο για μερικές στιγμές..
Η ύπαρξη μας έτσι και αλλιώς έχει άγνωστη ημερομηνία λήξης… γιατί λοιπόν εμείς να την πιέζουμε να ολοκληρώσει τους κύκλους της, φτάνοντας στο τέλειο και να μην την αφήνουμε διαρκώς, ατελή να προχωρά και να μετασχηματίζεται μέσα από τις πολλές μοναδικότητες της;
Σε ευχαριστώ,
Άννα.
Επικοινωνία με τον συντάκτη