Ψέματα, γιατί τα λέμε; Μας εξηγεί η Νάντια Σπαθοπούλου.
Ευτυχώς, οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να είναι ειλικρινείς και ξεκάθαροι. Έτσι και ο καθένας από εμάς θέλει δίπλα του άτομα που λένε την αλήθεια. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για τις κοινωνικές μας αλληλεπιδράσεις και για τις σχέσεις που χτίζουμε με τους άλλους. Η ειλικρίνεια δίνει νόημα σε αυτά, αλλιώς δεν θα υπήρχε λόγος να συζητάμε και να δημιουργούμε σχέσεις.
Έχετε πει ποτέ ψέματα;
Αν πείτε όχι μάλλον θα είναι ψέμα.
Τι πάει λάθος λοιπόν και ενώ όλοι θέλουμε την αλήθεια δεν την εξασκούμε;
Γύρω στην ηλικία των 2-3 χρόνων, τα παιδιά αρχίζουν να χρησιμοποιούν τη φαντασία. Λένε ψέματα με σκοπό να αποφύγουν το να τους μαλώσουν. Καθώς μεγαλώνουν προσαρμόζονται και γίνονται καλύτεροι σε αυτό. Μαθαίνουν να αναπτύσσουν μια σχετική ιστορία, να βάζουν σάλτσες, να ελέγχουν τις εκφράσεις του προσώπου τους περισσότερο. Όταν αυτό συμβαίνει συχνά όμως, αρχίζει να γίνεται ένας δυσπροσαρμοστικός τρόπος αντιμετώπισης.
Τα ψέματα υπάρχουν συνέχεια στην καθημερινότητα μας. Ακόμα και στη μορφή μικρών και αθώων ψεμάτων που δεν βλάπτουν κανέναν. Υπάρχουν όμως. Συχνά λόγω της ανάγκης που νιώθουμε για να ταιριάξουμε, να γίνουμε αποδεκτοί από τους άλλους ή να πετύχουμε κάποιο στόχο. Όταν ένα αγαπημένο μας πρόσωπο ρωτάει τη γνώμη μας για κάτι που είναι πολύ σημαντικό για εκείνον, ξέρουμε ότι πρέπει να πούμε την αλήθεια, αλλά δεν το κάνουμε για να μην νιώσει άσχημα. Μικρά ψέματα μπορούν να αποτρέψουν το να πληγωθεί κάποιος.
Λέμε ψέματα για να αποφύγουμε την ευθύνη, την τιμωρία και την κριτική.
Αν το σκεφτούμε καλύτερα, λέμε περισσότερα ψέματα απ’ ότι χρειάζεται. Είναι το ένστικτο της επιβίωσης μέσα μας που μπαίνει σε λειτουργία για να μας προστατεύσει. Ο εγκέφαλος μας δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι δεν βρισκόμαστε πραγματικά σε τόσο μεγάλο κίνδυνο.
Έτσι, αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο δημιουργώντας ψέματα.
Μικρά ψέματα που θα μας γλιτώσουν από ήπιες συνέπειες ή μεγάλα ψέματα που θα τροποποιήσουν την πραγματικότητα.
Είμαστε κοινωνικά όντα και μας ενδιαφέρει πολύ η φήμη που δημιουργείται γύρω από εμάς σχετικά με το πόσο έμπιστοι και ακέραιοι φαινόμαστε στους άλλους. Άρα το να μπούμε στη διαδικασία να πούμε ψέματα είναι και αυτό μια στρεσογόνος δραστηριότητα, γιατί ρισκάρουμε να χαλάσουμε την εικόνα μας. Γι’ αυτό μπορεί να ιδρώνουμε, να νιώθουμε την καρδιά να χτυπάει πιο γρήγορα, το στόμα να ξεραίνεται και τη φωνή μας να τρέμει. Έτσι καταλήγουμε κάποιες φορές να πούμε και άλλο ψέμα ώστε να καλύψουμε το πρώτο και έπειτα αυτό πάει λέγοντας και διαιωνίζεται.
Οι μεγάλοι μας λένε ότι δεν κάνει να λέμε ψέματα. Παρόλα αυτά, εμείς τους βλέπουμε κάποιες φορές να κάνουν το αντίθετο. Αυτό παίζει ρόλο στον τρόπο που μαθαίνουμε και υιοθετούμε συμπεριφορές, καθώς μιμούμαστε αυτά που βλέπουμε στο περιβάλλον μας. Μπορεί επίσης να βλέπουμε ότι συχνά απατεώνες και ψεύτες μπορεί να βγαίνουν κερδισμένοι. Ακόμα, λέγοντας ψέματα συνήθως επωφελούμαστε και έτσι αυτή η συνήθεια ενισχύεται ακόμα παραπάνω.
Κάθε συμπεριφορά αν επαναλαμβάνεται αρκετά μπορεί να μας γίνει συνήθεια και να μας βγαίνει όλο και πιο αυτόματα.
Όταν λέμε ψέματα τείνουμε να νιώθουμε ενοχές γιατί ξέρουμε ότι αυτό που κάνουμε δεν είναι σωστό.
Αν όμως το κάνουμε συχνά και έχουμε πια εξοικειωθεί, σημαίνει ότι το έχουμε συνηθίσει και η συνείδηση μας παύει να κλωτσάει τόσο. Επομένως, κάθε επόμενη φορά είμαστε όλο και λιγότερο συγκρατημένοι και μας είναι πιο εύκολο να πούμε ξανά ψέματα. Και ξανά και ξανά και ξανά.
Το να προκαλέσουμε τον εαυτό μας να λέει μόνο αλήθειες είναι δύσκολο.
Εάν όμως αρχίσουμε να το προσπαθούμε παρά το πόσο επίπονο ή σκληρό είναι, ίσως ανακαλύψουμε ότι υπάρχει κάτι σημαντικό που κερδίζουμε. Κάτι που έχει μεγαλύτερη βαρύτητα σε σχέση με το άμεσο κοινωνικό κόστος. Η καθαρή αλήθεια μπορεί να ενισχύσει τις σχέσεις μας με τους άλλους καθώς θα μας βλέπουν πιο ευάλωτους και πιο αυθεντικούς. Θα ξέρουν ότι πάντα μπορούν να μας εμπιστεύονται για μια ειλικρινή γνώμη. Επιπλέον, ίσως μας κάνει και εμάς να σταματήσουμε να λέμε ψέματα στον ίδιο μας τον εαυτό για πράγματα που μπορεί να εθελοτυφλούμε και να μας κάνει να τα αντιμετωπίσουμε.