Συναισθηματική υπερφαγία: η ιστορία της Ίρις Καλπούζου

sunaisthmatiki uperfagia

Η βιωματική μου ιστορία με τη συναισθηματική υπερφαγία.

Μια κατάθεση ψυχής από την ψυχολόγο Ίρις Καλπούζου

Από όταν ήμουν μικρό παιδί, με θυμάμαι να παλεύω με το φαγητό. Ως μοναχοπαίδι, σε ιδιωτικό σχολείο, απομονωμένη, στο σπίτι μου, είχα 3 παρέες. Τον αγαπημένο μου παππού (βέβαια ήταν ανάπηρος με εγκεφαλικό) που με κρατούσε μετά το σχολείο καθημερινά (όταν με γυρνούσε το σχολικό, έπειτα από ένα μονόωρο ταξίδι, εξαντλημένη, γύρω στις 4 μμ το μεσημέρι), την τηλεόραση (συνήθως έβλεπα παθητικά και άκριτα μεταγλωτισμένες σειρές ή ελληνικές κουτσομπολίστικες εκπομπές) και το φαγητό (τον ευσεβή μου πόθο).

Οι γονείς μου δούλευαν τα απογεύματα. Στα 6 μου χρόνια ζωής αποφάσισαν μάλιστα να χωρίσουν. Δεν ήξερα γιατί, ούτε πως συνέβη αυτό, ενώ θα ήθελα να είχα καταλάβει. Ήμουν μόνο ένα παιδί που δεν ήθελε να βλέπει άλλο τη μητέρα του στεναχωρημένη (εξαιτίας του πατέρα μου που υπέφερε από χρόνια μη διαγνωσμένη κατάθλιψη) και τον πατέρα του να πίνει σε μια γωνία αμίλητος (λόγω της κατάθλιψης, έπειτα από την οικονομική καταστροφή της εταιρείας του). Όμως, ό,τι και αν συνέβαινε, ό,τι και να ένιωθα, είτε αυτό ήταν λύπη, χαρά, θυμός ή στεναχώρια, δε μιλούσα.

Έτρεχα στη “σπηλιά” μου, στο παρεάκι μου, και τα κατάπινα όλα.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον εαυτό μου, να γυρνάει από το σχολείο να πετάει το φαγητό που είχαμε για μεσημεριανό στην τουαλέτα, και να τρώω πατατάκια και σοκολάτες αντί αυτού (που έπαιρνα μετά το σχολείο με το χαρτζιλίκι μου από ένα ψιλικατζίδικο στη γωνία), όπου πέταγα τα περιτυλίγματα τους πίσω από τον καναπέ για να μην τα βρει η μητέρα μου (φυσικά και τα έβρισκε όταν καθάριζε).

Και όλο αυτό συνήθως γινόταν στα κρυφά.

Ήταν σαν να έχω χτίσει το δικό μου ιδιωτικό, μυστικό βασίλειο, και δεν ήθελα να επιτρέψω σε κανέναν να το μάθει,  πόσο μάλλον να εισβάλει.

Αυτή ήταν η άμυνα και η ‘προστασία’ που είχα χτίσει για να μπορέσω να αντεπεξέλθω σε όσα συνέβαιναν (γιατί συνέβαιναν κι άλλα). Μέχρι τα 18 περίπου, αντικαθιστούσα τα θρεπτικά γεύματα με τροφές που είχαν υπερβολική ζάχαρη ή τις τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι και λιπαρά, χωρίς δεύτερη σκέψη, παίρνοντας τη δόση μου.

Χωρίς αυτή τρελαινόταν το μυαλό μου, βαριόμουν την καθημερινότητα, δεν έβρισκα νόημα στα περισσότερα πράγματα γύρω μου.

Από τη μία άκουγα ‘βάλε στο παιδί να φάει ένα κομμάτι γλυκό’ και από την άλλη ‘όχι το παιδί έχει παχύνει’, ή ‘θες ένα σοκολατάκι;’ (τη φωνή της γιαγιάς μου),  και από την άλλη ‘σου έχω πει μαμά, να μην τη δίνεις, έχει αδυνατίσει τώρα, γιατί θες να την παχύνεις;’ (τη φωνή της μητέρας μου). Ή ΄αδυνάτισες πολύ, πως έγινες έτσι’, και από την άλλη, ‘έχεις πάρει κιλά ε;’.

Το ύψος μου είχε σταθεροποιηθεί στο 1.60, στα 13 μου χρόνια, όταν αδιαθέτησα, ενώ τα κιλά μου έκανα διαρκώς νερά. Από τα 55 (που είναι τα περισσότερα κιλά που έχω φτάσει ποτέ) είχα φτάσει στα 43 (τα λιγότερα κιλά που είχα ποτέ). Έτρωγα μόνο κοτόπουλο και αγγουράκια, ή έτρωγα τα πάντα, έχοντας δημιουργήσει ένα χρόνιο φαύλο κύκλο με το φαγητό, όπου είτε στερούμουν, είτε έκανα υπερφαγικά.

Στην οικογένεια, υπήρχαν πολλά γλυκά (στη μητέρα μου, την οποία θα χαρακτήριζα ‘ορθορεξική‘ κατα τα άλλα, της άρεσε να φτιάχνει γλυκά, ακόμα κάνει- αλλά δεν τα τρώει). Και από την άλλη, υπήρχε άφθονο μαρούλι και κοτόπουλο – ακόμα υπάρχει. Ειδικά την περίοδο της εφηβείας, όπου άρχισα αυτομάτως να συγκρίνω τον εαυτό μου με τους άλλους και να θέλω να είμαι αρεστή προς το άλλο φύλο, αλλά και γενικότερα. Όλο αυτό συνέβαλλε αρνητικά τόσο στη εικόνα που είχα αποκτήσει για τον εαυτό μου, το σώμα μου, και την εμφάνισή μου, όσο και στην αυτοπεποίθηση και στην αυτοεκτίμησή μου.

Δεν ήταν ότι δεν γνώριζα τι θα πεί ισορροπία, μέτρο ή σύνεση στη θεωρία, όσο το ότι δε μπορούσα να καταλάβω πως μπορώ εγώ να τα αποκτήσω.

Ήμουν ένα κανονικό κορίτσι σαν όλα τα άλλα, και όμως ένιωθα τόσο προβληματική.  Ήξερα πολύ καλά πως να θυμώνω με τον εαυτό μου, πως να αποτυγχάνω, πως να ‘αυτοκαταστρέφομαι΄. Έχοντας αποτύχει τόσες φορές με το φαγητό, δεν γνώριζα τι θα πει ‘επιτυχία’, ούτε νομίζω πως την αποζητούσα, μάλλον τη φοβόμουν κιόλας.

Η αποτυχία ήταν το παρεάκι μου, η συνήθεια μου, η ζώνη ασφαλείας μου, αυτήν ήξερα.

Ήταν σαν να λειτουργούσα σε όλες τις καταστάσεις της ζωής μου, από τα μαθήματα, μέχρι τα αγόρια, και τις φιλίες, με παρόμοιο τρόπο προκειμένου να αποδεικνύω ξανά και ξανά στον εαυτό μου πως είμαι αποτυχημένη, και να τον επιβεβαιώνω πως δεν αξίζω. Υπήρξαν φορές που σχεδόν ακούμπησα την επιθυμία να δώσω ένα τέλος σε όλα αυτά με το να μην υπάρχω άλλο. Είχα κουραστεί να προσπαθώ να δικαιολογώ την ύπαρξη μου, και να αποτυγχάνω ξανά και ξανά.

Τα χρόνια όμως πέρασαν. Και πλέον στα 26 μου χρόνια, με τη βοήθεια της ψυχοθεραπείας, αλλά και μέσα από την προσωπική μου κρίση και ωριμότητα και εξέλιξη, μπορώ να πω με αυτοπεποίθηση πως είμαι καθαρή.

Υπάρχουν σκαμπανεβάσματα;

Σίγουρα, αλλά χρόνο με το χρόνο, λιγοστεύουν.

Αποδυναμώνονται, γιατί εγώ δυναμώνω.

Η συναισθηματική υπερφαγία ποτέ δεν ήταν η αιτία.

Ήταν πάντα μία απάντηση, σε όσα εγώ δίσταζα ή δεν ήξερα πως να απαντήσω.

Εγώ, κλήθηκα να αποφασίσω αν θέλω να είμαι πιστή στην υπερφαγία (και σε ότι άλλο συνεπάγεται μαζί με αυτή), ή πιστή στον εαυτό μου.

Επέλεξα το δεύτερο.

Το προσωπικό μου ταξίδι με τη συναισθηματική υπερφαγία είχε αρχή, μέση και τέλος.

Ένα τέλος που σήμανε την αρχή της ζωής μου.

Γιατί μόνο τότε άρχισα να ζω πραγματικά.

Υποσημείωση: αν υποφέρεις από συναισθηματική υπερφαγία ή από οποιαδήποτε άλλη διαταραχή, ζήτα βοήθεια άμεσα, αξίζεις να ζήσεις κάθε λεπτό της ζωής σου.

Επικοινωνία με τον συντάκτη